μετάρροια

μετάρροια
μετάρροια, ἡ (Α)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρέω, η μεταβολή τής ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή τής κατεύθυνσης τής ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῡ πνεύματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ. διά-ρροια, κατά-ρροια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταρροίας — μεταρροίᾱς , μετάρροια change of stream fem acc pl μεταρροίᾱς , μετάρροια change of stream fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρροίαις — μετάρροια change of stream fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρροιαι — μετάρροια change of stream fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρροιαν — μετάρροια change of stream fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρρευσις — μετάρρευσις, εως, ἡ (Α) [μεταρρέω] η μετάρροια* …   Dictionary of Greek

  • μετάρρυσις — μετάρρυσις, ἡ (ΑΜ) μετάρροια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ρρυσις(< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά ρρυσις, υπό ρρυσις] …   Dictionary of Greek

  • μεταρροή — μεταρροή, ἡ (Α) [μεταρρέω] η μετάρροια* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”