- μετάρροια
- μετάρροια, ἡ (Α)η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρέω, η μεταβολή τής ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή τής κατεύθυνσης τής ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῡ πνεύματος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ. διά-ρροια, κατά-ρροια)].
Dictionary of Greek. 2013.